- παροξύνω
- ΝΜΑ [οξύνω]1. κάνω κάτι οξύ, αιχμηρό, ακονίζω κάτι2. μτφ. παρακινώ, προτρέπω, παροτρύνω κάποιον προς κάτι («τούτους ἐπαινῶν τε παρώξυνε», Ξεν.)3. εξάπτω, διεγείρω, ερεθίζω («πατρὸς δὲ μὴ παροξύνης φρένας», Ευρ.)4. γραμμ. τονίζω την παραλήγουσα μιας λέξεως με οξεία, παροξυτονώνεοελλ.ναυτ. φρ. «παροξύνω τον άνεμο» — πλέω όσο το δυνατό οξύτερα προς τη διεύθυνση τού ανέμου, ώστε να μην «παίζουν» τα πανιά τού ιστιοφόρου, κν. κοντραστάρω τον καιρόμσν.παθ. εξοργίζομαιαρχ.παθ.1. εξάπτομαι, παρακινούμαι προς κάτι («ταῡτα ἀκούων παρωξύνετο πρὸς τὸ μάχην συνάπτειν», Ξεν.)2. (για νόσο) επιδεινώνομαι, χειροτερεύω («παροξύνονται οἱ πυρετοί», Ιππ.)3. ιατρ. κάνω αυστηρότερη χρήση φαρμάκου4. (αμτβ.) σπεύδω, ορμώ, εξορμώ.
Dictionary of Greek. 2013.